Quantcast

Τι συνέβη στον Λικ Μπεσόν και γυρίζει πλέον ταινίες σαν το Valerian & the City of a Thousand Planets;

…ενώ πριν γύριζε ταινίες σαν το Nikita, το Leon και το Fifth Element;

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

5 Σεπτεμβρίου 2017

Το έτος είναι 1976 κι ο έφηβος Λικ Μπεσόν, γιος δύο εκπαιδευτών καταδύσεων, έχει ένα ατύχημα που του απαγορεύει πλέον την κατάβαση στον βυθό και ανακόπτει τα όνειρά του για μια σταδιοδρομία στην θαλάσσια βιολογία. Ο 17χρονος Μπεσόν τότε αρχίζει να αναρωτιέται τι μπορεί να κάνει στη ζωή του. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά έναν ιδιαίτερα αντι-εφηβικό τρόπο, πήρε στυλό και χαρτί κι έφτιαξε μια λίστα με τα πράγματα στα οποία είναι καλός και τα πράγματα στα οποία δεν είναι καλός. Στην καλή του πλευρά, έγραψε ότι του αρέσει να γράφει και να φωτογραφίζει – κι αυτό τον οδήγησε στη σκέψη ότι θα μπορούσε, ίσως, να αρχίσει να γυρίζει ταινίες, παρόλο που δεν είχε δει καθόλου κινηματογράφο μέχρι τότε.

 

Το έτος τώρα είναι 2017 κι η 17η ταινία μεγάλου μήκους του Μπεσόν είναι η sci-fi περιπέτεια Valerian & the City of a Thousand Planets, η οποία κυκλοφόρησε την προηγούμενη βδομάδα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες. Ήδη από τους τίτλους αρχής του Valerian καταλαβαίνουμε πολλά γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Όταν 100 χρόνια αφήγησης ενός διαγαλαξιακού backstory συμπιέζονται σε 2-3 λεπτά υπό τους ήχους του Space Oddity του David Bowie για να μεταφερθούμε 4 ολόκληρους αιώνες αργότερα στην πρώτη σκηνή της ταινίας, τότε καθίσταται αρκετά σαφές ότι πρόκειται μάλλον για την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια που θα μπορούσε να καταβληθεί.

Από εκεί κι έπειτα ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό κουλουβάχατο, καθώς ακολουθούμε τους γαλαξιακούς πράκτορες Cara Delevingne και Dane DeHaan (με δύο ερμηνείες που τείνουν στο άψυχο deadpan και το εκνευριστικά creepy αντίστοιχα) να επιδεικνύουν έναν μοναδικό συνδυασμό σεξουαλικής έντασης και απουσίας χημείας, εξοπλισμένοι με ατάκες για ανδρικά commitment issues και αστεία περί γυναικείας οδήγησης. Δεν είναι απλώς ότι το ύφος του Valerian είναι ένα μπάχαλο, ότι το πολύχρωμο CGI campiness συνδυάζεται άγαρμπα με την γκρι-μαύρο-μπλε ομοιομορφία, ότι οι σεναριακές τρύπες καλύπτονται με ενοχλητικό exposition και συνεχή flashbacks, ότι οι σκηνές δράσης μεγάλης έντασης κουβαλούν αρνητικό συναισθηματικό φορτίο, κι ότι εν τέλει η ταινία καταλήγει μια μίξη μεταξύ Avatar και Star Wars: The Phantom Menace με ολίγη από τον interspecies κοινωνικό προβληματισμό του Star Trek. Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι το Valerian, αυτή η κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου κόμικ των Christin-Mezieres της μεγαλης σχολής του γαλλικού sci-fi, ήταν το μεγαλύτερο passion project του Μπεσόν και ταυτόχρονα η ακριβότερη ανεξάρτητη και η ακριβότερη ευρωπαϊκή ταινία που έχει φτιαχτεί, με budget που άγγιξε τα 180 εκ. δολ., τα οποία προσπαθεί με χίλια ζόρια να εξισορροπήσει.

Προφανώς, σ’ αυτά τα 40 χρόνια από την απόφαση του Μπεσόν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλά πράγματα, κι ο γάλλος σκηνοθέτης είχε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες (και καθοδικές, βέβαια) καριέρες στο σύγχρονο σινεμά, ακροβατώντας μεταξύ του Χόλιγουντ και του ευρωπαϊκού σινεμά, των μεγάλων στούντιο και των ανεξάρτητων παραγωγών – και καταφέρνοντας σε έναν βαθμό να τα επηρρεάσει και τα δύο.

 

Στα έργα της νεότητάς του, ο Μπεσόν αποτελούσε τμήμα του επονομαζόμενου Cinema du look μαζί με τους Ζαν-Ζακ Μπενέξ και Λέος Κάραξ. Παρόλο που οι πρώτες του ταινίες (Le Dernier Combat, Subway, The Big Blue) μοιάζουν αρκετά διαφορετικές με αυτές που επρόκειτο να ακολουθήσουν από τα 90s κι έπειτα, τα βασικά στοιχεία του κινηματογράφου του βρίσκονταν ήδη εκεί από την αρχή. Κατά έναν τρόπο, οι δημιουργοί του Cinema du look ήταν ταυτόχρονα συνέχιση και αντίδραση στην παράδοση του γαλλικού Nouvelle Vague της δεκαετίας του ’60. Οι σκηνοθέτες του Nouvelle Vague προσπάθησαν να συνδυάσουν το κλασικό γαλλικό σινεμά των Ρενουάρ και Βιγκό με τους αγαπημένους τους σκηνοθέτες των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο (όπως ο Όρσον Γουέλς, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και ο Νίκολας Ρέι) μέσα από τον πειραματισμό τους με το μέσο και την σύνδεση με τους φιλοσοφικούς/πολιτικούς προβληματισμούς της περιόδου. Οι σκηνοθέτες σαν τον Μπεσόν, από την άλλη, συνέχισαν διαθλασμένα αυτήν την γραμμή στη δεκαετία του ’80 μέσω της επιρροής του New Hollywood (και ειδικά των Κόπολα και Μάλικ) και της mainstream pop αισθητικής της μόδας, των διαφημίσεων και των βιντεοκλίπ, εστιάζοντας στο αλλοτριωμένο νεανικό περιθώριο της Γαλλίας των 80s.

Βέβαια, ήδη από το 1985 ο Μπεσόν δήλωνε ότι, ενώ στο παρελθόν σκηνοθέτες σαν τον Γκοντάρ και τον Τρυφώ εξεγείρονταν ενάντια στην κυρίαρχη κουλτούρα χρησιμοποιώντας ως μέσο το σινεμά, η επανάσταση στον κινηματογράφο προέρχεται πλέον μέσα από την ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία κι αυτό που χρειάζεται πλέον ένας πρωτοποριακός σκηνοθέτης είναι μια ψυχολογική πανοπλία κι έναν ακαταμάχητο ζήλο. Καθώς το σινεμά του Μπεσόν χαρακτηριζόταν ήδη από μια κυνική κυριαρχία του στυλ κι έναν συνδυασμό υψηλής και pop κουλτούρας, κατά έναν τρόπο αποτέλεσε πρόδρομο των σύγχρονων εξελίξεων στο σινεμά και την mainstream κουλτούρα γενικότερα, κάτι που φάνηκε από την επιδραστικότητα των κλασικών 90s ταινιών του: Nikita, Leon, Fifth Element.

 

Αποτελώντας πλέον έναν σημαντικό all-around παίχτη στην εκτός-Χόλιγουντ κινηματογραφική βιομηχανία, ο Μπεσόν στις αρχές των 00s ιδρύει την EuropaCorp και εξελίσσεται σε έναν από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς παραγωγούς στον κόσμο, όντας υπεύθυνος για blockbuster franchises όπως τα Taxi, Taken και Transporter. Παράλληλα, η δημιουργική του πορεία αρχίζει να παίρνει μια μεγάλη κάτω βόλτα, σκηνοθετώντας πλέον ταινίες που κυμαίνονται από μέτριες (Jeanne d’Arc, The Extraordinary Adventures of Adèle Blanc-Sec, Angel-A) μέχρι αδικαιολόγητα κακές (όπως η παιδική τριλογία Arthur και το αρνητικό σερί που οδήγησε στο Valerian: The Lady, The Family, Lucy).

Έχοντας εδώ και χρόνια την δυνατότητα να φτιάχνει περίπου ό,τι ταινία θέλει, ο Μπεσόν κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του μικρό ευρωπαϊκό Χόλιγουντ, κρατώντας μερικά από τα χειρότερα στοιχεία του πρωτότυπου παρά τις αρχικές του φιλοδοξίες: μεγάλα και ανέμπνευστα action franchises, αδιάφορες παιδικές ταινίες, βαρετά βιογραφικά δράματα, κοινότοπες sci-fi περιπέτειες. Ενώ είχε αποδείξει ότι, μέχρι ενός βαθμού, ταινίες σαν τα Nikita, Leon και Fifth Element μπορούν να αποτελέσουν μεγάλες επιτυχίες και να επηρρεάσουν το πώς γίνεται ο mainstream κινηματογράφος πιο ευφάνταστος και ουσιαστικός, από την άλλη κατέληξε να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή εκδοχή του Χόλιγουντ που στερείται των στοιχείων που είχε προσφέρει ο ίδιος. Κατά μία έννοια, η κινηματογραφική πορεία του Μπεσόν μέχρι το Valerian είναι μια ιστορία με στοιχεία τραγικότητας: μπορεί να έφερε κοντά το Χόλιγουντ με το ευρωπαϊκό σινεμά, αλλά δεν κατάφερε ούτε να ανήκει πραγματικά σε κάποιο από τα δύο ούτε να φτιάξει έναν συνδυασμό που να στέκεται με αξιοπρεπείς βλέψεις απέναντί τους.

 

 

Best of internet