Quantcast

Είναι το «Spider-Μan: Homecoming» η καλύτερη ταινία του ανθρώπου-αράχνη;

Tο Homecoming του Jon Watts επιχειρεί να εμβαθύνει με κάπως διαφορετικό τρόπο σε έναν υπερήρωα με βαθιές ρίζες στην ποπ κουλτούρα

Με το Homecoming να αποτελεί την 6η επιστροφή του χαρακτήρα στη μεγάλη οθόνη από το 2002 κι έπειτα, η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια η κινηματογραφική εκδοχή του Spider-Man έχει περάσει από σαράντα κύματα. Λίγα χρόνια νωρίτερα, η Sony δήλωνε ότι σκόπευε να χτίσει γύρω από τον υπερήρωα ένα ογκώδες κινηματογραφικό σύμπαν ώστε να ανταγωνιστεί αυτό της Marvel, η οποία είχε πουλήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του χαρακτήρα ήδη από το 1999.

Μετά την χλιαρή υποδοχή του The Amazing Spider-Man 2 από κοινό και κριτική, βέβαια, η Sony το ξανασκέφτηκε και ακύρωσε όλα τα μελλοντικά της σχέδια για το franchise, ανακοινώνοντας στις αρχές του 2015 ότι έφτασε σε συμφωνία με την Marvel ώστε να συμπεριληφθεί ο Spider-Man στο Marvel Cinematic Universe – με την Sony να διατηρεί το δικαίωμα στην παραγωγή αυτοτελών Spider-Man ταινιών.

Παρ’ όλο που πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα ζητήματα για το πώς λειτουργεί η υπερηρωική κινηματογραφική μεγαμηχανή, αυτό είναι το συνοπτικό background του 2ου κατά σειρά reboot του Spider-Man που κυκλοφόρησε την προηγούμενη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τρία διαφορετικά solo franchises μέσα σε 15 χρόνια δεν είναι λίγα. Για την ακρίβεια, δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλο υπερήρωα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι μέσα από τις προσεγγίσεις του κάθε franchise μπορούμε να διακρίνουμε την εξέλιξη του ίδιου του υπερηρωικού σινεμά των τελευταίων δεκαετιών.

Οι πρώτες τρεις ταινίες του Sam Raimi, σηματοδοτώντας μαζί με τους X-Men την αναβίωση του είδους κατά τις αρχές των 00s, επιλέγουν έναν δρόμο ασφαλή αισθητικά, με αφελή και ενίοτε παιδιάστικο χαρακτήρα – αλλά και υψηλότατο feelgood παράγοντα. Έπειτα, οι δύο ταινίες Amazing Spider-Man του Marc Webb, τοποθετημένες μέσα στον επικερδή πυρετό των superhero ταινιών, μοιάζουν με αυστηρά εταιρικό προϊόν της Sony ώστε να επενδύσει στην pop star διάσταση των χαρακτήρων και να διατηρήσει τα δικαιώματα του Spider-Man.

Τώρα πια, εν έτει 2017, με τα αλληλένδετα κινηματογραφικά σύμπαντα υπερηρώων να έχουν εδραιωθεί και τις superhero ταινίες να παίρνουν όλο και πιο αυτοαναφορικό χαρακτήρα, το Homecoming του Jon Watts επιχειρεί να εμβαθύνει με κάπως διαφορετικό τρόπο σε έναν υπερήρωα με βαθιές ρίζες στην ποπ κουλτούρα.

O Watts στρέφει το ενδιαφέρον του στην σχολική ζωή του Peter Parker (Tom Holland), μια πτυχή του που ποτέ δεν υπήρξε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στις υπόλοιπες ταινίες του ανθρώπου-αράχνη, υιοθετώντας μια πιο μοντέρνα και ρεαλιστική nerdy ματιά – σαν να προσπαθεί να εντάξει την ατμόσφαιρα του Freaks & Geeks σε μια εφηβική superhero ταινία, κλείνοντας εν μέρει το μάτι στην αγαπημένη σειρά με τη συμμετοχή του Martin Starr σε ρόλο καθηγητή.

Καθώς η δράση τοποθετείται μετά το Captain America: Civil War, o Peter Parker προσπαθεί να αναμετρηθεί με τις καθημερινές ψυχικές και συναισθηματικές συνέπειες της εισόδου στον κόσμο των υπερηρώων και της ακόλουθης αντι-ηρωικής επιστροφής στην πραγματικότητα που γνώριζε από πριν.

Υπό αυτήν την έννοια, το Homecoming τα καταφέρνει καλύτερα από τις υπόλοιπες ταινίες του MCU στο να πραγματευτεί τις συνέπειες των αλυσιδωτών ταινιών στους κεντρικούς χαρακτήρες του. Η ιδιότητα του Peter Parker ως superhero κατασκευάζεται εδώ ως φαντασίωση φυγής από την πραγματικότητα. Όσο την έχει ως καταφύγιο από την καθημερινότητα, άλλο τόσο τον ταλαιπωρεί το ότι δεν μπορεί να την μοιραστεί.

Παρότι ο Peter είναι ακόμα παιδί, η ταινία δείχνει μεγαλύτερη συναισθηματική ωριμότητα απ’ ό,τι τα περισσότερα υπερηρωικά φιλμ, ενώ στις καλύτερες και πιο ανάλαφρες στιγμές της παραπέμπει στις κλασικές σχολικές coming-of-age ταινίες του John Hughes από τα 80s (Sixteen Candles, The Breakfast Club κλπ), αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι οι superhero ταινίες επωφελούνται από την στροφή στα κινηματογραφικά genres έναντι μιας ομογενοποιημένης και κοινότοπης superhero αισθητικής.

Παράλληλα, το Homecoming τοποθετεί την πλοκή του στις street level συνέπειες του MCU, με τρόπο που εξισορροπεί κάπως μεταξύ των ταινιών της Disney και των σειρών του Netflix. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Spider-Man είναι ένας από τους κατεξοχήν μητροπολιτικούς υπερήρωες και η ιστορία του είναι στενά δεμένη με την ανθρωπογεωγραφία και την αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης.

Η ταινία το αναγνωρίζει ρητά αυτό, και μας προσφέρει μια απ’ τις πιο ευφάνταστες στιγμές της όταν ο άνθρωπος-αράχνη βρίσκεται στα, πρωτόγνωρα γι’ αυτόν, ακριβά προάστια της πόλης και, ελλείψει ψηλών κτιρίων, αναγκάζεται να κινηθεί τρέχοντας.

Εξίσου μητροπολιτικός και ανθρώπινος όμως είναι και ο κεντρικός villain της ταινίας, Vulture (Michael Keaton), του οποίου τα εγκληματικά κίνητρα εμφανίζονται με οικογενειακές και ταξικές ρίζες, καθώς μετατρέπεται σε ρακοσυλλέκτη / έμπορο εξωγήινων όπλων όταν χάνει τη δουλειά του λόγω του Tony Stark (Robert Downey Jr.).

Η αναζωογονητικά ανθρώπινη διάσταση των χαρακτήρων αντανακλάται και στο ότι οι αναμετρήσεις μεταξύ τους βασίζονται κυρίως στη συναισθηματική τους σύγκρουση και όχι στα μεγαλεπίβολα διακυβεύματα για την διάσωση ολόκληρης της πόλης ή του πλανήτη που υπερφορτώνονται από γιγάντια και μακροσκελή CGI set pieces.

Προφανώς, η ταινία έχει αδυναμίες που δεν μπορούν να παραβλεφθούν ούτε από σκληροπυρηνικούς fans του Spider-Man και των superhero ταινιών. Η αφήγηση και η ανάπτυξη των κινήτρων των χαρακτήρων είναι συχνότατα πολύ αδύναμη, καθιστώντας πασιφανές το γεγονός ότι έχουν βάλει το χέρι τους στο σενάριο 3 (!) διαφορετικά σεναριογραφικά δίδυμα προκειμένου να ταιριάξει στα franchise σχέδια τόσο της Sony όσο και της Marvel.

Επίσης, το plot twist της ταινίας είναι τόσο κακογραμμένο και αχρείαστο που θα μπορούσε να λείπει χωρίς να αλλάξει σχεδόν τίποτα, ενώ η παρουσία του Tony Stark ως Iron Man δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλο σκοπό πέρα από το να συνδέσει το Homecoming με το MCU. Ας αναφέρουμε, επίσης, ότι πολλά απ’ τα αστεία είναι τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά, ενώ κάποιοι χαρακτήρες θυμίζουν στερεότυπα με χέρια και πόδια – αν και αυτά είναι δυστυχώς κάτι παραπάνω από συνηθισμένο σε superhero ταινίες.

Πέρα απ’ αυτά, όμως, ένα βασικό κινηματογραφικό πρόβλημα του Homecoming και αρκετών ακόμα superhero ταινιών είναι το εξής: ενώ πολλά studio επιλέγουν νεαρούς indie σκηνοθέτες έναντι γνωστότερων ονομάτων (προφανώς επειδή κοστίζουν και λιγότερο), στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν οδηγεί σε μια αισθητική ανανέωση της υπερηρωικής γλώσσας αλλά σε μια πλήρη υποταγή στα εταιρικά σχέδια του franchise building.

Αυτό το συναντήσαμε, μεταξύ άλλων, στις Amazing Spider-Man ταινίες του Marc Webb (500 Days of Summer), στο Fantastic Four του Josh Trunk (Chronicle), αλλά και στα δύο X-Men του Matthew Vaughn (Layer Cake, Kick-Ass). Αντιθέτως, στις περιπτώσεις όπου αφέθηκε χώρος σε νεαρούς σκηνοθέτες ώστε να ενσωματώσουν τις προσωπικές τους αναφορές, είχαμε ταινίες με κατασκοπική οπτική σαν το Winter Soldier των Russo Brothers ή με b-movie αισθητική όπως τα Guardians of the Galaxy του James Gunn.

Έτσι και στο Homecoming, η indie θητεία του Jon Watts (που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει το ωραίο θριλεράκι Cop Car) δεν αξιοποιείται επαρκώς πέρα από μια-δυο ενδιαφέρουσες σκηνές, κι η ταινία καταλήγει να έχει μια αρκετά generic αισθητική χωρίς ιδιαίτερη φαντασία. Ελπίζουμε τουλάχιστον να μην συμβεί το ίδιο με τα επερχόμενα Thor και Black Panther των Taka Waititi και Ryan Coogler αντίστοιχα.

Συνοψίζοντας, παρά τις αδυναμίες που αδιαμφισβήτητα έχει το Spider-Man: Homecoming, η ταινία είναι μάλλον η καλύτερη μέχρι στιγμής εκδοχή του ανθρώπου-αράχνη στο σινεμά. Αυτό, εν πολλοίς, οφείλεται στο εξής διακριτικό αλλά σημαντικότατο στοιχείο. Το Homecoming δεν ασχολείται καθόλου με το origin story του Spider-Man, δεν μας δίνει αχρείαστες και ήδη γνωστές λεπτομέρειες για τη ζωή του και δεν μπαίνει στον περιττό κόπο να μας εξηγήσει τις υπερδυνάμεις του.

Με λίγα λόγια, αντιμετωπίζει επιτέλους, σ’ έναν βαθμό τουλάχιστον, τους υπερήρωες σαν ήδη εδραιωμένα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας και μυθολογίας, τα οποία επιδέχονται παραλλαγών, τροποποιήσεων, πειραματισμών, εμβάθυνσης. Μακάρι, λοιπόν, αυτή η διαδικασία να προχωρήσει στο μέλλον όσο μακρύτερα γίνεται.

Best of internet